- μερομήνια
- και μεραμήνια και μερομήλια, ταορισμένες ημέρες τού έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες τού Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια τού έτους, αλλ. μουρομήνια, μηνολόγια, νερομήνια, καταμήνια, καταμηνάτα, κεφαλομήνια, χερομήλια κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερο-μήνια < ημέρες + μήνες. Κατ' άλλη άποψη < νερο-μήνια «θυμωμένα νερά», με παρετυμολογική επίδραση τού ημερο-μηνία].
Dictionary of Greek. 2013.